- λογόδειπνον
- λογό-δειπνον, τό,A feast of words, learned banquet, Ath.1.b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογόδειπνον — λογόδειπνον, τὸ (Α) συμπόσιο λόγιων ανδρών («τοῡ λόγου οἰκονόμος Ἀθήναιος ἥδιστον λογόδειπνον εἰσηγεῑται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + δείπνον (πρβλ. αριστό δειπνον, ψευδό δειπνον)] … Dictionary of Greek
λογόδειπνον — feast of words neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek